- ἀκατάπαυστος
- ἀκατάπαυστοςnot to be set at restmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακατάπαυστος — η, ο (Α ἀκατάπαυστος, ον) (νεοελλ. και ακατάπαυτος, η, ο) [καταπαύω] ο ασταμάτητος, ο συνεχής «ακατάπαυστοι πόνοι» αρχ. «ἀκατάπαυστοι στάσεις» (Πολύβ. 4, 17, 4) αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να κάνει αποχή από κάτι «ὀφθαλμοὺς… … Dictionary of Greek
ακατάπαυστος — η, ο επίρρ. α ο συνεχής, ο αδιάκοπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαταπαύστως — ἀκατάπαυστος not to be set at rest adverbial ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάπαυστον — ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem acc sg ἀκατάπαυστος not to be set at rest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταπαύστοιο — ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταπαύστοις — ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταπαύστου — ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταπαύστους — ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταπαύστων — ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταπαύστῳ — ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)